χελώνι

χελώνι
το, Ν [χελώνη]
(κν. ονομ.)
1. χοιράδωση, διογκωμένος αδένας τού λαιμού
2. εξογκωμένο λίπωμα στο κεφάλι
3. στον πληθ. τα χελώνια
διογκωμένοι αδένες τού λαιμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χελωνάκι — το, Ν υποκορ. 1. μικρή χελώνα 2. μικρό χελώνι …   Dictionary of Greek

  • χελωνιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει χελώνια, που πάσχει από χοιράδωση 2. το αρσ. ως ουσ. ο χελωνιάρης ζωολ. κοινή ονομασία είδους αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”